- σκεδαστῇ
- σκεδαστήςscatterermasc dat sg (attic epic ionic)σκεδαστόςthat may be scatteredfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεδαστή — σκεδαστός that may be scattered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρλ, Τζερόμ — (Jerome Karle, Νέα Υόρκη 1918 –). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το κολέγιο Σίτι της Νέας Υόρκης (1938) και συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ. Έπειτα από δύο χρόνια ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της χημείας στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek